- προαπαλλάσσω
- αττ. τ. προαπαλλάττω Α1. απαλλάσσω εκ τών προτέρων2. χάνω κάποια ιδιότητα («ὁ σφυγμὸς προαπαλλάσσει τὴν σφοδρότητα», Μαρκελλίν. Ιατρ.)3. αναχωρώ πρωτύτερα («οἱ Αιτωλοὶ πάντες προαπηλλαχότες ἦσαν εἰς τὴν οἰκείαν», Διόδ.)4. φρ. «προαπαλλάσσω τινὰ τοῡ βίου» — φονεύω, θανατώνω κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.